- πάλημα
- πάλημαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάλημα — πάλημα, τὸ (Α) πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)] … Dictionary of Greek
παλήματι — πάλημα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλημάτιον — παλημάτιον, τὸ (Α) [πάλημα] υποκορ. τού πάλημα … Dictionary of Greek
παιπάλημα — παιπάλημα, τὸ (Α) 1. τρίμμα, άχνη 2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού παιπάλη* (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλημα)] … Dictionary of Greek